Biochemical Genetics Department

EΠΙΣΤΗΜΗ, Βιταμίνη Δ: Το Μεσογειακό παράδοξο

Η βιταμίνη Δ είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη η οποία βοηθά τον οργανισμό να απορροφά το ασβέστιο. Ασβέστιο και φωσφόρος είναι τα δύο ιχνοστοιχεία τα οποία θεωρούνται απαραίτητα για τη φυσιολογική δομή των οστών. Στα παιδιά η έλλειψη βιταμίνης Δ προκαλεί ραχίτιδα. Η ραχίτιδα είναι νόσος που χαρακτηρίζεται από κακή ανάπτυξη και αδυναμία των οστών. Συνοδεύεται από καθυστερημένη ανάπτυξη των παιδιών και ανεπάρκειες του συστήματος άμυνας του οργανισμού. Στις σοβαρές περιπτώσεις δυνατόν να εκδηλωθούν και σπασμοί. Στους ενήλικες η έλλειψη βιταμίνης Δ προκαλεί την οστεομαλακία. Η οστεομαλακία χαρακτηρίζεται από αδύναμα, εύθραυστα οστά, κατάγματα, οστικό πόνο και γενικευμένη αδυναμία. Η οστεοπόρωση επίσης σχετίζεται με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης Δ. Εκτός από τον σημαντικό ρόλο της στην υγεία των οστών, η βιταμίνη Δ είναι επίσης απαραίτητη για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος και την προστασία από πληθώρα ασθενειών όπως καρδιολογικά νοσήματα, μολυσματικές ασθένειες και διάφορους τύπους καρκίνου. Η βιταμίνη Δ επηρεάζει τη λειτουργία σχεδόν 2000 γονιδίων. 
 
Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος είναι η βιταμίνη Δ3 ή χοληκαλσιφερόλη. Παράγεται με φωτοχημική αντίδραση στο δέρμα, μετά από έκθεση του ατόμου σε ηλιακή ακτινοβολία και προέρχεται από την 7-δευδροχοληστερίνη. Η χοληκαλσιφερόλη μετατρέπεται στο ήπαρ σε 25-υδροξυχοληκαλσιφερόλη από την οποία με μια δεύτερη υδροξυλίωση, σχηματίζεται στα νεφρά η δραστική μορφή η 1,25-διυδροξυκαλσιφερόλη η οποία μαζί με την παραθορμόνη και την καλσιτονίνη ρυθμίζει τη συγκέντρωση του ασβεστίου του πλάσματος.
 
 
 
Λιγοστές τροφές αποτελούν πηγή της βιταμίνης Δ. Από την ομάδα των θαλασσινών ο τόνος, ο σολομός, το σκουμπρί, το φαγκρί και τα στρείδια, ενώ από τα γαλακτομικά το τυρί, το βούτυρο και διάφορες κρέμες. Για το λόγο αυτό σε αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, κυκλοφορούν στην αγορά προϊόντα εμπλουτισμένα με τη βιταμίνη Δ, όπως δημητριακά και διάφορα είδη γάλατος.
 
Το τμήμα Βιοχημικής Γενετικής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου παρέχει την υπηρεσία μέτρησης της βιταμίνης Δ σε ορό αίματος. Συγκεκριμένα μετρείται η 25-ΟΗ- χοληκαλσιφερόλη σε αυτόματο αναλυτή τύπου Architect με τη μέθοδο CMIA (Chemiluminescent microparticle immunoassay). Οι φυσιολογικές τιμές με αυτή τη μέθοδο είναι 9.5-55.5ng/ml ενώ ιδανικές θεωρούνται οι συγκεντρώσεις 30-40ng/ml. Από το 2012 έως σήμερα έχουν αναλυθεί πάνω από 6000 δείγματα στο εργαστήριο μας. Παρόλο που το ποσοστό σοβαρής έλλειψης βιταμίνης Δ φαίνεται να είναι κάτω του 1%, ένα μεγάλο ποσοστό που πλησιάζει το 70% έχει επίπεδα βιταμίνης Δ κάτω από το 30ng/ml. Τα αποτελέσματα μας θα αναλυθούν σε σχέση με διάφορους παραμέτρους όπως ηλικία, φύλο, κλινική κατάσταση, φαρμακευτική αγωγή, διατροφή και θα παρουσιαστούν σε μελλοντική δημοσίευση. Εκτός από τους πιο πάνω παράγοντες, γενετικά χαρακτηριστικά όπως ο πολυμορφισμός rs2228570 (C>T) του υποδοχέα της βιταμίνης Δ (VDR gene) επηρεάζει τα επίπεδα της βιταμίνης. 
 
Φαίνεται ότι ο πληθυσμός της Κύπρου, όπως και αυτός άλλων Μεσογειακών χωρών, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, παρουσιάζει απόκλιση από τις ιδανικές συγκεντρώσεις της βιταμίνης Δ, γεγονός παράδοξο, λαμβάνοντας υπόψιν ότι τις περισσότερες μέρες του χρόνου οι χώρες αυτές έχουν ηλιοφάνεια. Το Μεσογειακό αυτό παράδοξο έχει αποδοθεί:
 
  • Στη χαμηλή πρόσληψη βιταμίνης Δ στη διατροφή.
  • Στη μελαχρινή επιδερμίδα που χαρακτηρίζει τους περισσότερους Μεσογειακούς λαούς. Το σκούρο δέρμα δυσχεραίνει τη σύνθεση της βιταμίνης Δ από τον ήλιο λόγω της μελανίνης.
  • Στον περιορισμένο χρόνο που δαπανάται στους εξωτερικούς χώρους, προς αποφυγή έκθεσης στον ήλιο, λόγω του κινδύνου του καρκίνου του δέρματος.
  • Στην ευρεία χρήση αντηλιακών με υψηλό δείκτη προστασίας τα οποία περιορίζουν την παραγωγή της βιταμίνης Δ.
 
Ο καλύτερος τρόπος να διατηρούμε ικανοποιητικά επίπεδα βιταμίνης Δ είναι η λήψη τροφών πλούσιων σε βιταμίνη Δ και η περιορισμένη έκθεση στον ήλιο (μέχρι 20 λεπτά ημερησίως) χωρίς προστασία. Σε κάποιες περιπτώσεις χρειάζεται και η λήψη συμπληρωμάτων, μετά από ιατρική συμβουλή, έχοντας πάντα υπόψη ότι κατάχρηση μπορεί να οδηγήσει σε τοξικά επίπεδα (πάνω από 100ng/ml). 
 
Θεόδωρος Γεωργίου, PhD
Scientist
Τμήμα Βιοχημικής Γενετικής
 
Related Articles
winner