ΛΕΥΚΟΣ ΜΙΤΛΕΤΤΟΝ, Συνέντευξη με τον ιδρυτή του Ινστιτούτου

«Το Ινστιτούτο έχει ήδη εδραιωθεί και αναγνωρίστηκε στην κυπριακή πραγματικότητα σαν αποτέλεσμα πολλής δουλειάς από τους επιστήμονες» υπογραμμίζει ο δρ Λεύκος Μίτλεττον, ο άνθρωπος που ίδρυσε το Ινστιτούτο Νευρολογίας & Γενετικής Κύπρου και ο οποίος διαπρέπει τώρα στο εξωτερικό. Με την ευκαιρία των 30χρονων του Ινστιτούτου, ο Λεύκος Μίτλεττον μίλησε στη δρα Ελένη Ζαμπά –Παπανικολάου για τα πρώτα εκείνα βήματα που αποδείχθηκαν καταλυτικά για την εξέλιξη της νευρολογίας και γενετικής στην Κύπρο.

------------------------------------------------------------------

Λεύκο, το Ινστιτούτο συμπληρώνει φέτος 30 χρόνια ζωής. Με αφορμή αυτό θα κάνουμε μια κουβέντα μαζί σου που αφορά την ίδρυση του Ινστιτούτου, την πορεία αλλά και το μέλλον του. 

Με μεγάλη ευχαρίστηση. Κατ’ αρχήν θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή, να συγχαρώ και να ευχαριστήσω τον νυν και πρώην Πρόεδρους και τα μέλη  των Διοικητικών Συμβουλίων, τον Διευθυντή και όλο το προσωπικό του Ινστιτούτου για την πολύτιμη συνεισφορά και την σκληρή δουλειά τους. Το Ινστιτούτο έχει ήδη κάνει σημαντικά βήματα και προσφορά στον τόπο, παρόλο που βρίσκεται στην αρχή της ακαδημαϊκής του ζωής. Για να δημιουργήσεις τη δική σου ακαδημαϊκή παράδοση χρειάζονται πολλές δεκαετίες σκληρής δουλειάς. Το Ινστιτούτο έχει πάρει το δρόμο του, αλλά ακόμη είναι στο ξεκίνημά του, γι’ αυτό άλλωστε και ο ιδρυτής του έχει ακόμα μαύρα μαλλιά…! 

Γιατί Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής; Πως μπορεί κάποιος να συλλάβει και να υλοποιήσει την ίδρυση Επιστημονικού Ινστιτούτου στην Κύπρο τις αρχές της 10ετίας του 1990;

Η Κύπρος  της δεκαετίας του 1980- 1990 δεν είχε να προσφέρει παρά μηδαμινές υπηρεσίες σε ένα ασθενή με χρόνιο νευρολογικό ή μυϊκό νόσημα. Είχα ολοκληρώσει τις σπουδές μου και  εξειδικεύτηκα στις Νευρομυικές παθήσεις, οπότε όταν επέστρεψα στην Κύπρο το 1982,  ο πρωταρχικός μου στόχος  ήταν να βοηθήσω τους ασθενείς με αυτές τις παθήσεις. Πολύ σύντομα βρέθηκα με τον Σύνδεσμο που είχαν ιδρύσει οι ασθενείς και οι οικογένειές τους και οι οποίοι με δέχτηκαν με πολλή αγάπη. Την ίδια χρονική περίοδο η γενετική  βρισκόταν στα αρχικά στάδια της ανάπτυξής της καθώς στην δεκαετία του 1980 είχε αρχίσει η πρώτη χαρτογράφηση των γονιδίων τα οποία σχετιζόντουσαν με διάφορες γενετικές παθήσεις και ειδικά νευρολογικές. Η Κύπρος, ένα μικρό νησί αρκετά απομονωμένο πληθυσμιακά αλλά ταυτόχρονα και ένας χώρος ο οποίος πιθανά εμπλουτίστηκε γενετικά από τους διάφορους πληθυσμούς που διήλθαν από το νησί, σίγουρα θα είχε να προσφέρει πολλά στην επιστήμη της γενετικής, όπως επίσης και οι γειτονικές περιοχές της Μέσης Ανατολής. Με αυτό το σκεπτικό είχα πάρει τις πρώτες επιχορηγήσεις για ερευνητικά προγράμματα από τις ΗΠΑ (MDA)και Γαλλία(AFM) μετά από σχετικές επιστημονικές προτάσεις και έτσι άρχισε η διερεύνηση των γενετικών νοσημάτων τόσο στον Κυπριακό πληθυσμό όσο και σε γειτονικές χώρες όπως η Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ιορδανία, Συρία, Αίγυπτος, Τυνησία και Ιταλία(Ρώμη Σαρδηνία και Νάπολη). Πρέπει να πω εδώ πως μέχρι το κτίριο του Ινστιτούτου ολοκληρωθεί, λειτουργούσαμε αρχικά στο παλαιό κτίριο του Γ.Ν Λευκωσίας και μετά στο Μακάρειο Νοσοκομείο, από το 1985. Αυτό είχε γίνει κατορθωτό με την ευγενή υποστήριξη του τότε υπουργού Υγείας Δρ. Τ. Πελεκάνου. Την ίδια περίοδο είχα γνωρίσει τον Καθ. Ντίνο Μυριανθόπουλο ένα πρωτοπόρο νευρο- γενετιστή παγκόσμιας εμβέλειας  που εργαζόταν στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (ΝΙΗ) των ΗΠΑ. Είχαμε παρατηρήσει ιδιαίτερα υψηλή επίπτωση και επιπολασμό της σκλήρυνσης Κατά Πλάκας στον  Ελληνοκυπριακό πληθυσμό και ο Ντίνος με έφερε σε επαφή με το σχετικό τμήμα του ΝΙΗ και υποβάλαμε με επιτυχία μια ερευνητική πρόταση στο ΝΙΗ για την μελέτη της επιδημιολογίας της Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας στην Κύπρο. Το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα μάς επέτρεπε να επιβεβαιώσουμε τις αρχικές μας παρατηρήσεις στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα σε περίοδο 2 ετών. Το επόμενο βήμα ήταν να επεκταθεί η μελέτη και στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Προσεγγίσαμε τα Ηνωμένα Έθνη για συνεργασία με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Τότε ότι η Πράσινη Γραμμή ήτανε κλειστή για όλους. Τα Ηνωμένα Έθνη μέσω της Υπάτης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες (UNHCR) με έφεραν σε επαφή με γιατρούς από την Τουρκοκυπριακή κοινότητα που έδειξαν ενθουσιασμό για το πρόγραμμα. Με άλλα μέλη  και την αρχική νευρολογική  ομάδα του Ινστιτούτου πηγαίναμε στην κατεχόμενη Λευκωσία μία φορά την εβδομάδα και λειτουργούσαμε νευρολογική κλινική στο Τ/Κ Νοσοκομείο Λευκωσίας που μας επέτρεψε επίσης να καταγράψουμε τους ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας και άλλες νευρολογικές ασθένειες. Επίσης πραγματοποιούσαμε επισκέψεις σε χωριά της Κερύνειας και της Αμμοχώστου όπου εξετάζαμε ασθενείς. Όλα αυτά αντιλαμβάνεστε άρχισαν να δημιουργούν  μια δυναμική και την ιδέα ενός χώρου επιστημονικού και ιατρικού, στον οποίο θα παρέχονταν υπηρεσίες σε όλους του Κύπριους ασθενείς ανεξάρτητα της θρησκείας και της γλώσσας και θα αφορούσε τη νευρολογία και τη γενετική.  


Πολύ μεγάλος στόχος και μεγάλες  δυσκολίες. Δεν σε πτόησαν όλα αυτά;

Σίγουρα υπήρχαν μεγάλες δυσκολίες, που σε πεισμώνουν περισσότερο! Έτσι, είχε γίνει η πρώτη καταγραφή των νευρολογικών κληρονομικών νοσημάτων και όντως είχαμε ήδη αντιληφθεί τον γενετικό πλούτο, ο οποίος υπήρχε στην Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Βάση των συνθηκών του νησιού, ήταν ξεκάθαρα εφικτό να αναπτυχθεί η υποδομή για να μαζέψει κάποιος τους ασθενείς και τις οικογένειες, γίνει επιστημονική δουλειά, πρόληψη και ταυτόχρονα να προσφέρονται οι υπηρεσίες στους ασθενείς με νευρολογικές και γενετικές νόσους, ενώ ταυτόχρονα θα μελετούσε τις γενετικές παθήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Η ιδέα για την ίδρυση του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου είχε σχηματιστεί. 

Και πως προχώρησε η υλοποίηση αυτής της ιδέας;

 Οι πρώτοι άνθρωποι που  ασπάστηκαν την αρχική ιδέα  ήταν ο Σύνδεσμος των Ασθενών με Μυοπάθειες, οι οποίοι είχαν αντιληφθεί πόσο σημαντικός θα ήταν αυτό για τα παιδιά αλλά και την πρόληψη, όπως επίσης και η τότε επίτιμη Προέδρος του Συνδέσμου Lady Langley η οποία ήτανε τότε η σύζυγος του Διοικητή των Βρετανικών Βάσεων στην Κύπρο. Η επαφή μου με την τότε Τουρκοκυπριακή κοινότητα, την επιστημονική αλλά και τους ασθενείς, ήταν αυτή η οποία έβαλε τη βάση για το δικοινοτικό ρόλο του Ινστιτούτου. Ένα επιστημονικό κέντρο, με παροχή υψηλών υπηρεσιών σε όλους τους Κύπριους, αλλά και περιφερειακό δηλαδή οι υπηρεσίες του θα επεκτείνονταν στις χώρες της περιοχής μας οι οποίες την εποχή εκείνη δεν ήταν καθόλου ανεπτυγμένες επιστημονικά, ένα κέντρο  ανάπτυξης της έρευνας στον τομέα της ανθρώπινης γενετικής αλλά και ενός χώρου ο οποίος θα παρείχε εκπαίδευση και ήταν ανοικτός σε εκπαίδευση σε οποιοδήποτε Κύπριο ή επιστήμονα της περιοχής ήθελε να εκπαιδευτεί. Επίσης, θα ήταν η στέγη για τους Κύπριους επιστήμονες που εργάζονταν στο εξωτερικό, όπως και έγινε. Ο πρώτος πυρήνας επιστημόνων στο Ινστιτούτο, ήρθαν κυρίως από το εξωτερικό. Το επόμενο βήμα είναι η χρηματοδότηση γιατί σίγουρα πολλές ιδέες υπάρχουν αλλά λίγες χρηματοδοτούνται. Η διαδικασία για να χρηματοδοτηθεί η ίδρυση του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου μέσω του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (US-AID) δεν ήταν απλή υπόθεση. Πρώτα από όλα έπρεπε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για να γίνει δεκτή μια πρόταση από τους χορηγούς. Μια πρόταση επιστημονική,  βιώσιμη οικονομικά και πρόταση η οποία θα έπειθε και θα γινόταν αποδεκτή τόσο στην Ελληνοκυπριακή όσο και στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Πιστέψετε με αυτό ήταν πολύ δύσκολο και στις δύο κοινότητες! Αυτό θα έλεγα ότι ήταν και το πιο δύσκολο κομμάτι. Τελικά υπήρχε η συγκυρία και ευτυχώς κάποιοι άνθρωποι πίστεψαν σε αυτό όπως η κυρία Dolores Lazan που ήταν η υπεύθυνη του γραφείου του  UNHCR, ο τότε Αμερικάνος Πρέσβης, ο τότε  Υπουργός Υγείας Δρ. Πανίκος Παπαγεωργίου. Θα αναφερθώ επίσης ονομαστικά στον αείμνηστο Πάνο Ιωάννου, ο οποίος ήταν τότε ένα νεαρός ενθουσιώδης γενετιστής που εργαζόταν στο Τμήμα Θαλασσαιμίας. Επίσης το Διεθνές Επιστημονικό Συμβούλιο, που αποτελείτο από διεθνώς αναγνωρισμένους επιστήμονες της Νευρολογίας και της Γενετικής που δούλεψαν αφιλοκερδώς για την μελέτη των επιστημονικών προγραμμάτων και την επιστημονική οργάνωση. Το Ινστιτούτο ήταν πρωτοπόρο στην εφαρμογή του μοντέλου της  Μεταφραστικής Ιατρικής (Translational Medicine) που σήμερα έχει αποδειχτεί το ιδανικό λόγω του παντρέματος βασικής/πειραματικής και κλινικής έρευνας μαζί με την παροχή υπηρεσιών κάτω από την ίδια στέγη. Έτσι προτού ολοκληρωθεί το καινούργιο κτήριο, το οποίο κτίστηκε στο συγκεκριμένο χώρο για να έχει εύκολη πρόσβαση και για τις δύο κοινότητες, η επιστημονική ομάδα λειτουργούσε! Θα ήθελα να αναφέρω ότι το Ινστιτούτο κτίστηκε σε 3 χρόνια εντός του προγραμματισμένου χρόνου, δ η Κυπριακή Δημοκρατία δεν πλήρωσε για το έργο ούτε μία λίρα και πολλοί άνθρωποι δούλεψαν εθελοντικά και με ενθουσιασμό. Θα αναφέρω ενδεικτικά το λογιστικό γραφείο Ιωάννου και Ζαμπέλας που ανάλαβε δωρεάν τα οικονομικά και διοικητικά του έργου, είχε την ευθύνη της οργάνωσης όλων των σχετικών προσφορών για το κτίριο και ιδιαίτερα ο Ντίνος Παπαδόπουλος ο οποίος λειτουργώντας ως ταμίας αφιλοκερδώς, υπήρξε ένας αφανής ήρωας στην δημιουργία του ινστιτούτου. 

Σε αντίθεση με άλλα έργα του δημοσίου, όπου πρώτα λαμβάνεται η πολιτική απόφαση και το κράτος χρηματοδοτεί την υλοποίηση, το Ινστιτούτο ξεκίνησε από ένα άνθρωπο, μια διεθνή αίτηση για εξωτερική χορηγία, με πολλή δουλειά και κόπους, πολιτικές αντιστάσεις, μια  διεθνή πολιτική απόφαση και αφού φτιάχτηκε ήρθε το κράτος  μετά από χρόνια  να το αναγνωρίσει και να το αγκαλιάσει!

Πολύ καλή η ανασκόπηση Λεύκο για την ίδρυση αλλά και τους σκοπούς του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου. Ας πάμε όμως στο παρόν, τι γίνεται στο σήμερα. Ποια είναι η πορεία του 30χρoνου πλέον Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου.

Τώρα πρέπει να σκιαγραφήσουμε την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Κύπρο αλλά και στην γύρω περιοχή. Στη Κύπρο σήμερα υπάρχουν πολλά νεοσύστατα ακαδημαϊκά ιδρύματα, πανεπιστήμια και κολλέγια. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για τον τόπο. Πάντα η ίδρυση ακαδημαϊκών και πανεπιστημιακών χώρων βοηθούν στην ανάπτυξη και την πρόοδο μιας χώρας. Αυτό το οποίο είπα στην αρχή, οι χώροι αυτοί όπως και το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου είναι στα πολύ αρχικά στάδια από τη δημιουργία τους και δεν έχουν φτάσει σε στάδια ακαδημαϊκής ωριμότητας και παράδοσης. Είναι σημαντικό πάντα να επιδιώκουν να ανέβουν σε όσο μπορούν σε πιο υψηλά επίπεδα, επιστημονικά και ακαδημαϊκά και αυτός να είναι ο πρωταρχικός τους στόχος, έτσι μόνο θα μπορούν να έχουν  πρωταγωνιστικό στα επιστημονικά δρώμενα της Κύπρου αλλά και στο παγκόσμιο. Βασικό υλικό για την επιτυχία αποτελούν οι εξαίρετοι νέοι Κύπριοι επιστήμονες του εξωτερικού στους οποίους τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα οφείλουν να επενδύουν και να προσπαθούν συνεχώς να τους προσελκύουν με επιστημονικά σωστές διαδικασίες.  

Λεύκο, από το 1999 εργάζεσαι στο Λονδίνο αρχικά ως Διευθυντής της Μεταφραστικής Ιατρικής και Γενετικής σε μια μεγάλη φαρμακοβιομηχανία και ακολούθως ως Καθηγητής σε ένα Πανεπιστήμιο όπως είναι το Imperial College του Λονδίνου, άρα έχεις πολύπλευρες εμπειρίες ερευνητικές, επιστημονικές και ακαδημαϊκές. Οι εμπειρίες σου αυτές είναι πολύτιμες για μας και μπορούν να βοηθήσουν τόσο το Ινστιτούτο όσο και τα άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Κύπρου.

Μεγάλη ερώτηση αυτή, αλλά θα προσπαθήσω να δώσω μία συμπυκνωμένη απάντηση για να μην κάνουμε άλλη μία συνέντευξη! Αυτό το οποίο θα σημείωνα για τα δεδομένα της Κύπρου, λαμβάνοντας υπόψη το μικρό πληθυσμό εννοώντας και τη μικρή επιστημονική κοινότητα θα έλεγα ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη συνέργειας και συνεργασίας μεταξύ ανθρώπων και ιδρυμάτων. Θα είναι κρίμα σε μια τόσο μικρή επιστημονική κοινότητα να δημιουργείται  αναδιπλασιασμός, ίντριγκες, σπατάλη ενέργειας και κυρίως δημοσίου χρήματος. Θα έλεγα ότι ο κάθε ακαδημαϊκός χώρος έχει τα δικά του χαρακτηριστικά και τα δικά του θετικά στοιχεία. Τα θετικά στοιχεία από κάθε χώρο πρέπει να συνεργαστούν μεταξύ τους, ούτως ώστε να αναπτυχθούν κοινά προγράμματα τα οποία θα είναι επιστημονικά ανταγωνιστικά στο εξωτερικό, θα υπάρχουν καλύτερες πιθανότητες διεθνούς χρηματοδότησης και σίγουρα μεγαλύτερο κέρδος για όλους. Επίσης, αυτό το οποίο θα έλεγα, είναι την ανάγκη να τηρηθούν τα επιστημονικά πρότυπα, όπως είναι οι αξιολογήσεις, η αναβάθμιση και η χρηματοδότηση της έρευνας στην Κύπρο. 

Νομίζω έθιξες πολύ βασικά ζητήματα και πέρασες ισχυρά μηνύματα για το προς τα που πρέπει να βαδίζουμε ως Ινστιτούτο θα έλεγα διαχρονικά καθ’ όλη την πορεία μας. 

Το Ινστιτούτο έχει ήδη εδραιωθεί και αναγνωρίστηκε στην Κυπριακή πραγματικότητα σαν αποτέλεσμα πολλής  δουλειάς από τους επιστήμονες. Η παροχή υψηλών υπηρεσιών υγείας στον Κυπριακό πληθυσμό, στον τομέα της νευρολογίας και σε ευρύ φάσμα γενετικών υπηρεσιών, όπως η θαλασσαιμία, η νευρογενετική, η δικανική ιατρική η μοριακή διάγνωση καρκίνων, η μοριακή ιολογία και άλλα, είναι πολύ σημαντική. Πολύ σημαντική ή η εξασφάλιση χορηγίας για την κτιριακή επέκταση των ερευνητικών εγκαταστάσεων. Σε αυτό το σημείο, θέλω να συγχαρώ τον Λεωνίδα Φυλακτού τον Διευθυντή του Ινστιτούτου για τον σχεδιασμό και εξασφάλιση της σχετικής χρηματοδότησης για την επέκταση. Ελπίζω πως το Ινστιτούτο θα συνεχίσει να αναδιπλώνεται και να εξελίσσεται συνεχώς με σκοπό την καλυτέρευση της έρευνας στην Κύπρο και την  εξέλιξη του σε ένα Παγκόσμιο κέντρο Αριστείας στην Νευρολογία και Γενετική, στόχος μεγάλος αλλά όχι ανέφικτος. Αυτός είναι ο βασικός σκοπός ίδρυσης  του ΙΝΓΚ σύμφωνα με το καταστατικό του. Ο άλλος στόχος είναι η ανέλιξη σε πραγματικό δικοινοτικό ίδρυμα με περιφερειακό ρόλο στη γενετική έρευνα. Σημαντικό ρόλο προς τούτη την κατεύθυνση μπορεί να διαδραματίσει η μεταπτυχιακή σχολή του Ινστιτούτου και η συνεχής επιστημονική του αναβάθμιση που θα το κρατήσει διαχρονικά ψηλά στα επιστημονικά δρώμενα όχι μόνο της Κύπρου αλλά και στο παγκόσμιο. 

Λεύκο πραγματικά θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για αυτή την τόσο κατατοπιστική κουβέντα που αφορούσε το παρελθόν, το παρόν αλλά και το μέλλον του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου.

Σε ευχαριστώ!

 

Δρ Ελένη Ζαμπά –Παπακικολάου
Συντονίστρια Κλινικού Τμήματος
Διευθύντρια Τμήματος Νευροεπιδημιολογίας
 

Related Articles
winner