Clinical Sciences

ΑΝΘΡΩΠΟΙ, Η ζωή με Κατά Πλάκας Σκλήρυνση

Ήταν 20 χρόνων η Άννα όταν απέκτησε το πρώτο της παιδί, ένα υγιέστατο αγοράκι. Έξι μήνες μετά η δεξιά πλευρά της άρχισε να μουδιάζει… αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. «Αφού μπορώ να ζω μια φυσιολογική ζωή… έστω και με μουδιασμένο χέρι και πόδι, είμαι καλά» σκέφτηκε. Και συνέχισε τη ζωή της ως  να μην συνέβαινε τίποτε…Τρία χρόνια αργότερα, το 1983, ήλθε στη ζωή το δεύτερο της παιδί. Όπως και στην πρώτη έτσι και στην δεύτερη εγκυμοσύνη της, έζησε τις πιο υγιείς περιόδους της ζωής της. Μόνο που αμέσως μετά την δεύτερη γέννα της,  αισθάνθηκε αφόρητους πόνους  στα πόδια. Και πάλι όμως η νεαρή τότε γυναίκα δεν σκέφτηκε να ψάξει το γιατί. Η τελευταία εγκυμοσύνη της ήταν εξωμήτρια. 

Βγαίνοντας από την κλινική, ένοιωσε το δεξί της πόδι να μουδιάζει, το αντιλήφθηκε όταν κατεβαίνοντας το σκαλάκι μέσα στο σπίτι της το πόδι λύγισε και έπεσε κάτω.  Πηγαίνοντας στην κουζίνα του σπιτιού είδε στον πάγκο μια εφημερίδα. Την άνοιξε και φυλλομετρώντας την, έπεσε το μάτι της σε ένα ιατρικό άρθρο, που αναφερόταν σε μια νέα ασθένεια την Κατά Πλάκας Σκλήρυνση. (Σ.Κ.Π.) Διαβάζοντας το κείμενο, θυμήθηκε το πρόβλημα με την όραση, που της παρουσιάστηκε στα 16 της χρόνια και οι γιατροί στους οποίους ανέτρεξε δεν εντόπιζαν οφθαλμολογικό πρόβλημα,  (οφειλόταν  τελικά σε βλάβη στο οπτικό νεύρο, μια από τις συνέπειες της Σ.Κ.Π. όπως πληροφορήθηκε αργότερα), τα μουδιάσματα που είχε μετά την πρώτη της γέννα, την εύκολη κόπωση, την ευσυγκινησία που εκδήλωνε συνοδευόμενη από  αναίτιο κλάμα  και έκανε από μόνη της την διάγνωση. 

«Είναι κατά πλάκας σκλήρυνση που έχω….», σκέφτηκε. 

Μια βδομάδα περίπου μετά αισθάνθηκε ολόκληρο το σώμα της να μουδιάζει. Τότε άρχισε να ψάχνει τους λόγους. Οι γιατροί που είδε χωρίς να της επιβεβαιώνουν τις υποψίες της, την έστειλαν για παρακέντηση στο νεόκτιστο Μακάρειο Νοσοκομείο στην Λευκωσία, όπου είδε τον νευρολόγο Δρ. Μίτλετον. Της έγινε η παρακέντηση και αμέσως εισαγωγή στο Οφθαλμολογικό Τμήμα όπου και της χορηγήθηκε κορτιζόνη, για τρείς μέρες, ούτως ώστε να επισπευτεί η διάρκεια της «υποτροπής» όπως αποκάλεσαν το πρόβλημα της, αναφέροντας της, πως πιθανό συχνά - πυκνά θα αντιμετώπιζε τέτοιες υποτροπές αγνώστου διάρκειας, οι οποίες θα υποχωρούσαν αφήνοντας πάντα κάποια κατάλοιπα. Δηλαδή, παραλυσίες… 

Βγαίνοντας από το νοσοκομείο έμεινε καθηλωμένη στο κρεβάτι και σε μια αναπαυτική καρέκλα, για τρεις ολόκληρους μήνες. Τότε ήταν που αποφάσισε πως έπρεπε να συνεχίσει το ψάξιμο, πιο διεξοδικά, για το πρόβλημα που της παρουσιάστηκε. Άρχισαν εξειδικευμένες εξετάσεις, παρακέντηση κ.τ.λ. «Μάλλον έχετε Κατά Πλάκας Σκλήρυνση», της ανακοίνωσαν. Αμέσως το μυαλό της πήγε στα παιδιά και όλους τους γνωστούς και φίλους της, άραγε η Κατά Πλάκας Σκλήρυνση είναι κληρονομική, η μεταδοτική;  Πήρε τηλέφωνα, ανάτρεξε σε βιβλία… έμαθε περί τίνος πρόκειται. Οι γιατροί της είπαν, πως η πάθηση της δεν είναι ούτε κληρονομική ούτε μεταδοτικλη, που ήταν το πρώτο που την ενδιέφερε. «Ένα άτομο με Κατά Πλάκας Σκλήρυνση δεν μπορεί να κληρονομήσει ούτε να μεταδώσει την ασθένεια. Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε να ρωτήσει το γιατί της συνέβηκε η να κλάψει. Δέχθηκε την ασθένεια σαν κάτι φυσιολογικό… όπως να ήταν μια γρίπη που θα περνούσε…   


Μέχρι να βεβαιωθεί πως είχε όντως την ασθένεια δεν μίλησε  στην οικογένεια της. Μόνο στον σύζυγο της στον οποίo αφού εξήγησε πως είχε η όλη κατάσταση της, και πως ένα από τα πιθανά ενδεχόμενα είναι η πλήρης παράλυση, του ζήτησε να πάρουν διαζύγιο ώστε να μην βρεθεί στην οδυνηρή θέση να συνεχίσει την ζωή του με μια παράλυτη. Ο σύζυγος ούτε να το συζητήσει δέχθηκε. 

Στο μεταξύ οι μέρες περνούσαν χωρίς να φτάνουν από την Αγγλία τα αποτελέσματα της παρακέντησης που της έγινε στο Οφθαλμολογικό Τμήμα του Μακάριου Νοσοκομείου Λευκωσίας. Τότε πήρε την απόφαση να πάει μόνη στο νοσοκομείο του Λονδίνου, όπου στάλθηκαν τα δείγματα για ανάλυση που θα  επιβεβαίωναν ή θα διέψευδαν τις γνωματεύσεις των γιατρών στην Κύπρο και η οποία καθυστερούσε.

Μόνη με μια βαλιτσούλα και με δαπάνες του κράτους, κίνησε για το Λονδίνο. Εκεί συνάντησε τον Ισραηλίτη νευρολόγο DrSilca, με τον οποίο είχε διευθετηθεί εξέταση από το Υπουργείο Υγείας της Κύπρου. 

«Έχετε Κατά Πλάκας Σκλήρυνση και έναν όγκο στην υπόφυση», είπε ο γιατρός, αφού εξέτασε τα αποτέλεσμα των εξετάσεων. Οι ίδιες απορίες και πάλι… Είναι κληρονομική; Είναι μεταδοτική η Σκλήρυνση Κατά Πλάκας; Ήταν το μόνο που την ενδιάφερε και ρώτησε τον γιατρό «Όχι ούτε το ένα ούτε το άλλο», της απάντησε. «Ο όγκος πιθανόν να σου προκαλεί ημικρανίες», της είπε, προσθέτοντας πως το μόνο που μπορεί να πάθει είναι να μείνει παράλυτη.

Οι απαντήσεις του γιατρού γέμισαν ευτυχία την Άννα που αυθόρμητα του απάντησε: «Αφού τα μωρά μου και όλοι όσοι αγαπώ δεν κινδυνεύουν από μένα, μόνο όταν πεθάνω θα παραλύσω γιατρέ» και έφυγε. 

«Άρα δεν είμαι άρρωστη», σκέφτηκε φεύγοντας από το ιατρείο. «Θα συνεχίσω τη ζωή μου όπως και πριν, ως υγιής άνθρωπος.», όπως και έπραξε… Επιστρέφοντας στην Κύπρο επέστρεψε αμέσως στην δουλειά της, χωρίς να αλλάξει καμία από τις καλές ή τις κακές συνήθειες της. 

Οι γιατροί της είπαν να συνεχίσει τη ζωή της με υγιεινό τρόπο, να μην κουράζεται, να μην ξενυχτά, να μην αγχώνεται να μην εκτίθεται στον ήλιο, να τρώει υγιεινά και όλα όσα προτρέπουν τους ασθενείς. Επίσης να κάνει μπάνιο στην θάλασσα όσο πιο συχνά μπορεί. Πολλά μη… μη…., τα οποία η Άννα δεν δέχθηκε αδιαμαρτύρητα. «Όχι» είπε στον εαυτό της, «εγώ δεν θα αλλάξω καμία από τις συνήθειες μου. Θα συνεχίσω να ζω όπως ζούσα και να δουλεύω 12 ακόμα και 18 ώρες τη μέρα, άμα χρειαζόταν». Όπως και έκανε, έχοντας πάντα δίπλα της  συμπαραστάτες τον σύζυγο αλλά και τα παιδιά της. 

Στα χρόνια που πέρασαν η Άννα είχε δεκάδες υποτροπές και έμεινε για μήνες σε κλινικές και νοσοκομεία, όπου της χορηγείτο κορτιζόνη και καθηλώθηκε για μήνες σε αναπηρικό καροτσάκι. Κάθε που έπεφτε στο κρεβάτι η κινείτο με αναπηρικό καροτσάκι, δεν στενοχωριόταν, έβλεπε την εισαγωγή της στα νοσοκομεία ως μια ευκαιρία να ξεκουραστεί και αποκαλούσε «θρόνο» το αναπηρικό καρότσι.

Όταν κάποιος  σχολίαζε την αδυναμία της να οδηγεί αυτοκίνητο (που ήταν δική της απόφαση σκεπτόμενη το ενδεχόμενο να προκαλέσει δυστύχημα και να βλάψει οιονδήποτε) απαντούσε: «Ε! Είμαι προνομιούχα. Πείτε μου, υπάρχουν πολλοί που έχουν προσωπικό οδηγό και μάλιστα χωρίς να τον πληρώνουν;» Προσωπικός οδηγός  έγινε ο σύζυγος της.  Για την αδυναμία δε να περπατά χωρίς βοήθεια,  έλεγε χαριτολογώντας:   Ό,τι ήθελε να κάνει το έκανε όπως μπορούσε, όχι όπως πριν αλλά το έκανε!. Και ήταν πάντα ικανοποιημένη. «Σε θαυμάζω και σε αγαπώ Άννα μου» έλεγε στον εαυτό της κάθε που πετύχαινε να κάνει κάτι. Προσθέτοντας, « Σε ευχαριστώ Θεέ μου». 

Καμιά φορά για να πάει κάπου όταν ήταν μόνη και δεν μπορούσε, έπαιρνε το μπαστούνι της η έπεφτε στα γόνατα και σερνόταν σαν μωρό για να φτάσει η να κάνει ότι ήθελε, έστω και στην παρουσία γνωστών και αγνώστων.    
Τα απανωτά κτυπήματα οδήγησαν την Άννα στην απόφαση να παίρνει την ζωή όπως ερχόταν. Έμαθε να δέχεται με ευγνωμοσύνη τα κακά όπως τα καλά που έρχονταν. Λέγοντας πάντα «σε ευχαριστώ Θεέ μου».

Λόγω της αναπηρίας της το 2008 σταμάτησε να ασκεί το ιδιαίτερα δύσκολο επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Δεν έμεινε όμως στο σπίτι να κλαίει την μιζέρια της…

Σήμερα σαράντα χρόνια μετά, άλλαξε δουλειά αναγκαστικά, λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών του εργοδότη της, αλλά  κάθε πρωί είναι στο πόδι στις 6 για να πάει στο γραφείο, στην νέα δουλεία της που ξεκίνησε! Δεν δουλεύει πια το ίδιο ωράριο, μόνο λίγες ώρες την ημέρα αφού στο μεταξύ το ιατροσυμβούλιο στο οποίο παρουσιάστηκε με πρωτοβουλία των ιατρών, την έκρινε ανάπηρη δίνοντας όμως το δικαίωμα εργασίας 2 ωρών ημερησίως και αυτό για καθαρά ψυχολογικούς λόγους.      

Αποδεχόμενη της αλλαγές που επήλθαν στο σώμα και την ζωή της, αστάθεια, εύκολη κούραση, ανεξήγητα νεύρα, ψυχολογικές μεταπτώσεις, αδυναμία να τρέξει, να χορέψει και να πάει για ψώνια, τους πόνους στα πόδια που επήλθαν σιγά-σιγά, συνεχίζει τη ζωή της χωρίς να έχει κανένα παράπονο, βλέποντας το πρόβλημα υγείας της ως ευλογία που την έκανε ακόμα πιο δυνατή. 

«Μπορώ ακόμα να μιλώ, να γελώ, να κλαίω, να περπατώ έστω και με την βοήθεια μπαστουνιού, δηλαδή να ζω μια φυσιολογική κατ’ εμένα ζωή, τα παιδιά, η μάνα και ο σύζυγος μου είναι καλά», δεν ζητώ τίποτα περισσότερο. Και η ευχή για την ίδια και τον υπόλοιπο κόσμο που κάνει είναι υγεία, αγάπη και χρήμα..εδώ σχεδόν όλοι αντιδρούν λέγοντας μόνο υγεία!  Η Άννα όμως επίμονη στην τρίπτυχη ευχή της. Διότι δυστυχώς έτσι έχει η σκληρή πραγματικότητα αν ο άνθρωπος έχει χρήματα έχει και την δυνατότητα να απολαμβάνει της καλύτερης απαιτούμενης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης  αν όχι τότε  αρρωσταίνει από τα προβλήματα που δημιουργεί η απορία και η  αδυναμία να ικανοποιήσει ακόμα και τις βασικές του ανάγκες.

 Ηλιαχτίδα για ένα καλύτερο αύριο και τέρμα στις αναζητήσεις της για καλύτερη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη έδωσε στην Άννα η λειτουργία το 1990 του Ινστιτούτου Γενετικής και Νευρολογίας στην Λευκωσία. Άρτια στελεχωμένη η μονάδα από καταξιωμένους γιατρούς και εξειδικευμένο προσωπικό προσφέρει σε χιλιάδες ασθενείς τις αναγκαίες υπηρεσίες ανακουφίζοντας ψυχές και σώματα ανθρώπων.  

Άννα Δημητρίου

Related Articles
winner