Cytogenetics and Genomics Department

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ, Υπογονιμότητα και Γενετική

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει ως υπογονιμότητα την αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει σύλληψη ή τεκνοποίηση μετά από ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς τη χρήση αντισυλληπτικών μέτρων προστασίας. Η υπογονιμότητα θεωρείται ως ένα από τα συχνότερα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν τα ζευγάρια που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν. Υπολογίζεται ότι στο γενικό πληθυσμό το 9-18% των ζευγαριών είναι υπογόνιμα, με αποτέλεσμα να καταφεύγουν σε διάφορες μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως για παράδειγμα την εξωσωματική γονιμοποίηση. 
 
Τα αίτια της υπογονιμότητας ποικίλουν και μπορεί να οφείλονται σε γενετικούς, οργανικούς αλλά και περιβαλλοντικούς παράγοντες, επηρεάζοντας τόσο τις γυναίκες όσο και τους άνδρες. 
 
Χρωμοσωμικές ανωμαλίες που επηρεάζουν τον αριθμό (μη φυσιολογικός αριθμός χρωμοσωμάτων) ή τη δομή (ελλείψεις, αναστροφές και ισοζυγισμένες μεταθέσεις) των χρωμοσωμάτων μπορούν να επηρεάσουν τόσο την ποιότητα όσο και τον αριθμό των ωαρίων και των σπερματοζωαρίων. Για τις γυναίκες, η προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία επιδρά αρνητικά στην ποιότητα των παραγόμενων ωαρίων και δύναται να προκαλέσει υπογονιμότητα. Επιπρόσθετα, γενετικά σύνδρομα όπως αυτό του εύθραυστου Χ (Fragile X syndrome) ενδέχεται να προκαλέσουν δυσλειτουργία των ωοθηκών οδηγώντας έτσι σε μειωμένη παραγωγή ωαρίων (πρόωρη ανεπάρκεια ωοθηκών). Όσον αφορά την ανδρική υπογονιμότητα, ελλείψεις στο χρωμόσωμα Υ μπορεί να οδηγήσουν σε αζωοσπερμία ή ολιγοσπερμία, καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από απουσία ή μειωμένη παραγωγή σπερματοζωαρίων, αντίστοιχα.
 
Η υπογονιμότητα μπορεί να οφείλεται επίσης και σε παράγοντες όπως η ύπαρξη πολυκυστικών ωοθηκών και ενδομητρίωσης στις γυναίκες  και απόφραξη των σπερματικών πόρων στους άνδρες. Επιπλέον, στους παράγοντες που επηρεάζουν τη γονιμότητα και των δύο φύλων συγκαταλέγονται ορμονικές διαταραχές, λοιμώξεις, αυτοάνοσα νοσήματα, το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, το μη φυσιολογικό σωματικό βάρος, όπως επίσης και το στρες. Παρ’ όλα αυτά είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ένα ποσοστό υπογόνιμων ζευγαριών κατατάσσεται στην κατηγορία της ανεξήγητης υπογονιμότητας, όπου όλες οι προαναφερθείσες αιτίες απουσιάζουν.
 
Το Τμήμα Κυτταρογενετικής και Γονιδιωματικής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου (ΙΝΓΚ) προσφέρει υψηλού επιπέδου γενετικές διαγνωστικές εξετάσεις που ενδείκνυνται σε περιπτώσεις υπογόνιμων ζευγαριών, κατόπιν πάντα παραπομπής τους από εξειδικευμένο ιατρό. Στις υπηρεσίες του Τμήματος, όσον αφορά τη γυναικεία όσο και την ανδρική υπογονιμότητα, συγκαταλέγονται οι ακόλουθες διαγνωστικές εξετάσεις:
 
  • Χρωμοσωμικός έλεγχος περιφερικού αίματος (Καρυότυπος)
  • Κατακερματισμός του DNA στο σπέρμα
  • Πιθανές ελλείψεις στο χρωμόσωμα Υ
  • Σύνδρομο του εύθραυστου Χ
  • Προεμφυτευτικός Γενετικός Έλεγχος
 
Σε περιπτώσεις που συνίσταται, το Τμήμα προσφέρει σε ζευγάρια που καταφεύγουν σε μεθόδους εξωσωματικής γονιμοποίησης, τον Προεμφυτευτικό Γενετικό Έλεγχο. Η εξέταση αυτή αφορά στη χρωμοσωμική εξέταση των γονιμοποιημένων ωαρίων (ζυγωτών) με σκοπό τον εντοπισμό εμβρύων με φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων και την επακόλουθη εμφύτευσή τους στη μήτρα, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα μίας επιτυχούς κύησης.  
 
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Τμήμα έχει ως μελλοντικό στόχο την επέκταση των προσφερόμενων διαγνωστικών του υπηρεσιών, βασιζόμενο σε υποσχόμενα αποτελέσματα ερευνητικών μελετών. Μια τέτοια υπηρεσία είναι η χρησιμοποίηση της αλληλούχισης νέας γενιάς (Next Generation Sequencing, NGS), με σκοπό τη διερεύνηση περισσότερων γονιδίων που φαίνονται να εμπλέκονται στην υπογονιμότητα.
 
Από το 1998, το Τμήμα είναι πιστοποιημένο από το College of American Pathologists (CAP, USA) για όλες τις προσφερόμενες διαγνωστικές του υπηρεσίες. Επιπλέον, από το 2012, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα και προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα των διαγνωστικών του υπηρεσιών, το Τμήμα είναι διαπιστευμένο από το International Organization for Standardization (ISO 15189) για τις πλείστες διαγνωστικές του εξετάσεις, ακολουθώντας πρωτοπόρες μεθοδολογίες και εξειδικευμένες τεχνολογίες για έγκυρα αποτελέσματα. 
 
 
Άρθρο
Παναγιώτης Μυριανθόπουλος, Εργαστηριακός Επιστημονικός Λειτουργός
Υπεύθυνη Τμήματος: Δρ Καρολίνα Σισμάνη
 
 
Βιβλιογραφία
  1. Olooto, W.E. et al., J. Microbiol. Biotech. Res., 2012, 2 (3):379-385
  2. Olooto, W.E. J. Microbiol. Biotech. Res., 2012, 2 (4):641-645

Εικόνα 1. Ανώμαλος καρυότυπος άνδρα με αζωοσπερμία. Ο καρυότυπος δείχνει μια αριθμητική χρωμοσωμική ανωμαλία όπου  ο ασθενής αντί να έχει τον φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων (46,ΧΥ), έχει ένα επιπλέον χρωμόσωμα Χ (βέλος) που προκαλεί το σύνδρομο Κλαϊνεφέλτερ (Klinefelter syndrome), 47,XXY.
 
 
 
Εικόνα. 2. Μέθοδος κατακερματισμού του DNA στο σπέρμα. Η ποιότητα του DNA στο σπέρμα είναι σημαντική για την φυσιολογική ανάπτυξη του εμβρύου. Στην εικόνα βλέπουμε φυσιολογικά και ανώμαλα σπερματοζωάρια κατά την ανάλυση του δείγματος. Χαμηλά ποσοστά (<29%) σπερματοζωαρίων με κατακερματισμένο DNA έχουν υψηλή γονιμοποιητική δυνατότητα, ενώ υψηλά ποσοστά (≥30%) σπερματοζωαρίων με κατακερματισμένο DNA έχουν χαμηλή γονιμοποιητική  δυνατότητα.
 
 
 
 
Εικόνα. 3. Μέθοδος ανίχνευσης ελλείψεων στο χρωμόσωμα Υ. Η παραπάνω εικόνα απεικονίζει αποτελέσματα τριών ασθενών (Ρ1-Ρ3) μαζί με ένα φυσιολογικό θηλυκό (F) και αρσενικό (Μ) μάρτυρα και ένα τυφλό δείγμα (χωρίς DNA). Ο ασθενής 1 (Ρ1) και ο ασθενής 3 (Ρ3) μοιράζονται το ίδιο πρότυπο με τον αρσενικό μάρτυρα (Μ). Ο ασθενής 2 (Ρ2) έχει πλήρη έλλειψη της Περιοχής Παράγοντα Αζωοσπερμίας c (AZFc) (b2/b4) που εντοπίζεται στο χρωμόσωμα Υ. Οι ελλείψεις στην υποπεριοχή του AZFc οδηγούν σε μεταβλητούς φαινοτύπους, όπως η αζωοσπερμία.
 
 
Related Articles
winner